πιατέλα

πιατέλα
η
(λ. ιταλ.), ρηχό μεγάλο πιάτο, στρογγυλό ή ελλειψοειδές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιατέλα — η, Ν μεγάλο πιάτο, πλατύ και αβαθές, με σχήμα στρογγυλό ή ελλειψοειδές, με το οποίο προσκομίζονται τα φαγητά που παρατίθενται στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piatt ella, υποκορ. τού piatto] …   Dictionary of Greek

  • λοπάς — η (Α λοπάς, άδος) πήλινο αβαθές και ανοιχτό σκεύος φαγητού, πιατέλα αρχ. 1. το τηγάνι 2. είδος χύτρας 3. η σορός 4. ασθένεια τής ελιάς 5. ασθένεια από την οποία σαπίζουν οι ρίζες τής συκιάς 6. είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω» …   Dictionary of Greek

  • λοπαδοειδής — ές αυτός που μοιάζει με πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδ ος «πιατέλα» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • Πατελλοχάρων — οντος, ὁ, Α κωμική ονομασία παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτελλα «πιάτο, πιατέλα» + χάρων (< χαίρω), πρβλ. οινο χάρων] …   Dictionary of Greek

  • απλάδενα — ἁπλάδενα, η (Μ) πλατύ και ρηχό πιάτο, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με συμφυρμό < απλάδα + πιατένα < (βενετ.) piadena] …   Dictionary of Greek

  • εμβαφίας — ἐμβαφίας, ο (Α) βαθιά πιατέλα, σαλτσιέρα …   Dictionary of Greek

  • καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… …   Dictionary of Greek

  • λάγκη — λάγκη, ἡ (Α) πιατέλα …   Dictionary of Greek

  • λάγκλα — λάγκλα, ἡ (Α) λάγκη, πιατέλα …   Dictionary of Greek

  • λάγκλιον — λάγκλιον, τὸ (Α) [λάγκλα] υποκορ. τού λάγκλα, μικρή πιατέλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”